- χρυσολαβής
- χρυσο-λᾰβής, ές,A with haft of gold,
ἐγχειρίδιον Men.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγχειρίδιον Men.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσολαβής — ές, Α αυτός που έχει χρυσή λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λαβής (< θ. λαβ τού λαμβάνω*, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον), πρβλ. μεσο λαβής] … Dictionary of Greek
χρυσολαβές — χρυσολαβής with haft of gold masc/fem voc sg χρυσολαβής with haft of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)